- τραγικώτατος
- τραγικόςofmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЕВРИПИД — • Euripĭdes, Ευριπίδης, третий между знаменитейшими греческими трагиками, драмы которых уцелели отчасти. Он родился по обыкновенному указанию в 480 г. до Р. X., на острове Саламине, именно в самый день знаменитой морской битвы, как… … Реальный словарь классических древностей
τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek